- τσακίζω
- και τζακίζω και τσακάω Ν1. σπάζω, θραύω, κομματιάζω («τσάκισα το βάζο»)2. διπλώνω («τσάκισε το χαρτί στα τρία»)3. (αμτβ.) (για άνεμο ή ψύχος) καταπαύω, κοπάζω4. μτφ. α) καταπονώ, καταβάλλω, εξαντλώ («τὸν τσάκισαν τα γηρατειά»)β) νικώ, καταστρέφω («τσάκισαν τον εχθρό)γ) (αμτβ.) καταβάλλομαι («τσάκισε από τις αρρώστιες»)5. μέσ. τσακίζομαιπροθυμοποιούμαι, γίνομαι θυσία («τσακίστηκε να μάς ευχαριστήσει»)6. φρ. α) «τσάκισε η καρδιά μου» — λυπήθηκα πάρα πολύβ) «τσάκισε [ή τσακίστηκε] ο στρατός» — ο στρατός υποχώρησε, τράπηκε σε φυγή, διασπάστηκε η άμυνά τουγ) τόν τσάκισα στο ξύλο» — τόν έδειρα πάρα πολύδ) «τσακίζω το κεφάλι μου» — βασανίζω τη σκέψη μου για να θυμηθώ κάτι ή να βρώ μια λύση, σπάζω το κεφάλι μουε) «τσακίζω το νερό» — μετριάζω την ψυχρότητα τού νερού, τό κάνω χλιαρό7. παροιμ. «η γλώσσα κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει» — βλ. κόκαλο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, το ρ. έχει σχηματιστεί από τον τ. τσακ, προϊόν ονοματοποιίας. Έχει διατυπωθεί, επίσης, η άποψη ότι ανάγεται στη λ. τσακί / τζακίον, είδος σουγιά που σπάει και διπλώνει στα δύο (βλ. και λ. τσακώνω), ενώ, κατ' άλλους, έχει προέλθει από ένα ρ. δι-ακκίζομαι (< διά + ἀκκίζομαι «προσποιούμαι ότι δεν θέλω κάτι, κάνω νάζια»)].
Dictionary of Greek. 2013.